οἰνάνθινον

οἰνάνθινον
οἰνάνθινος
made of the wild-vine flower
masc acc sg
οἰνάνθινος
made of the wild-vine flower
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οινάνθη — Μητέρα της αυλητρίδας και εταίρας Αγαθόκλειας από τη Σάμο. Η Ο. είχε συστήσει την κόρη της στον βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο Δ’ τον Φιλοπάτορα. Ο Πτολεμαίος είχε αγαπήσει παράφορα την όμορφη Αγαθόκλεια και έπεσε θύμα των απαιτήσεων της, καθώς… …   Dictionary of Greek

  • οινάνθινος — οἰνάνθινος, ίνη, ον (Α) [οινάνθη] αυτός που παρασκευάζεται από φύλλα ή από τα άνθη τής άγριας αμπέλου («οἰνάνθινον ἔλαιον», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”